- μεφιστοφελικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στον Μεφιστοφελή, στο πρόσωπο τού διαβόλου που αναφέρεται στον Φάουστ τού Γκαίτε2. σατανικός, διαβολικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mephistophelique < Μephistopheles, όν. τού διαβόλου στον Φάουστ τού Γκαίτε].
Dictionary of Greek. 2013.